Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατώτερος τού

  • 1 μέτριος

    α, ο [ία, ον]
    1) умеренный, средний; скромный (о заработке);

    μέτρια θερμοκρασία — умеренная температура;

    μέτριος άνεμος — умеренный ветер;

    μέτριο μπόϊ ( — или ανάστημα) — средний рост;

    μέτρίου αναστήματος — среднего роста;

    μέτρια 6*ρεξη — умеренный аппетит;

    2) средний, посредственный;

    μέτριος μαθητής — средний ученик;

    μέτριες ικανότητες — средние способности;

    κατώτερος τού μέτρίου — или κάτω απ' το μέτριο — ниже среднего (о способностях); — совершенно неспособный (о человеке);

    3) подходящий, сносный, терпимый, приемлемый;

    σε μέτριες τιμές — по доступным ценам;

    § μέτριος (καφές) — не очень сладкий кофе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτριος

  • 2 κλήρος

    κλήρος ο
    духовенство, клир Церкви:

    ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) высший клир (епископы, священники, дьяконы)

    κατώτερος κλήρος (υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες) низший клир (иподьяконы, чтецы, певчие)

    Этим.
    < дргр. κλήρος, первоначальное значение «часть (от целого) < κλώ (-άω) «разделять, разъединять» < инд. qul(e) «разъединять». Церковное значение слова восходит к средневековью. Из греческого слово вошло во многие языки: англ. clergy, лат. clericus, рус. клирик5

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κλήρος

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • υπολοχαγός — ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ νεοελλ. στρ. βαθμός αξιωματικού τού στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος τού ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος τού λοχαγού αρχ. αξιωματικός κατώτερος τού λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοχαγός] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

  • πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… …   Dictionary of Greek

  • μπέης — Τουρκικός τίτλος ευγένειας. Τον απένεμαν σε ανώτερους αξιωματικούς, σε επίσημους ξένους και στα παιδιά των πασάδων. Παλιότερα ο β. ταυτιζόταν με τον υποτελή ηγεμόνα και ο τίτλος δινόταν κυρίως στους χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι διορίζονταν από …   Dictionary of Greek

  • αρχιπυροσβέστης — ο βαθμός υπαξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος, κατώτερος του βαθμού του πυρονόμου και αντίστοιχος με τον βαθμό του αρχιφύλακα στην Αστυνομία Πόλεων …   Dictionary of Greek

  • ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… …   Dictionary of Greek

  • υπίλαρχος — ο βαθμός αξιωματικού του ιππικού και των θωρακισμένων ανώτερος του ανθυπίλαρχου και κατώτερος του ίλαρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υπολοχαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποναύαρχος — ο βαθμός ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού, ο αμέσως ανώτερος του αρχιπλοίαρχου και αμέσως κατώτερος του αντιναύαρχου, αντίστοιχος με το βαθμό του υποστράτηγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληγατάριος — και λεγατάριος, ὁ (Μ) 1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου 2. κληροδόχος, κληρονόμος 3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»